-
1 годный
годный χρήσιμος κατάλλη λος (подходящий) έγκυρος, ισχυρός (о билете, докумен те) \годный для питья πόσιμος* * *χρήσιμος; κατάλληλος ( подходящий); έγκυρος, ισχυρός (о билете, документе)го́дный для питья́ — πόσιμος
-
2 действительный
действительный (годный) έγκυρος ισχυρός (сохраняющий силу)* * *( годный) έγκυρος; ισχυρός ( сохраняющий силу)
См. также в других словарях:
ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός … Dictionary of Greek
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek